- δαρβινισμός
- οη θεωρία τού Κ. Δαρβίνου για την εξέλιξη τών οργανισμών που τήν καθορίζουν η μεταβλητότητα, η κληρονομικότητα και η φυσική επιλογή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαρβινισμός — ο η θεωρία του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεοδαρβινισμός — ο [δαρβινισμός] βιολ. βιολογική θεωρία που, μολονότι δεν απορρίπτει εντελώς τη γενετική βάση τής εξέλιξης και τον θεμελιώδη μηχανισμό τής φυσικής επιλογής, αναζητεί νέα πλαίσια για την ερμηνεία της, αλλ. συνθετική θεωρία … Dictionary of Greek
σοσιαλδαρβινισμός — ο, Ν (κοινων.) ο κοινωνικός σαρβινισμός, ιδεολογικό ρεύμα, επηρεασμένο από τον δαρβινισμό, το οποίο μεταφέρει τους βιολογικούς νόμους τού δαρβινισμού στην κοινωνική οικονομική σφαίρα και παραλληλίζει την κοινωνική εξέλιξη με την βιολογική εξέλιξη … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Βλησίδης, Θρασύβουλος — (Νάξος 1886 – 1964).Βιολόγος και φυσιοδίφης. Υπήρξε εισηγητής της διδασκαλίας της βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώτος καθηγητής της σχετικής έδρας από το 1939 έως το 1956. Ίδρυσε το εργαστήριο γενικής βιολογίας. Άφησε ημιτελές σύγγραμμα… … Dictionary of Greek
Γκούμπλοβιτς, Λούντβιχ — (Ludwik Gumplowicz, Κρακοβία 1838 – Γκρατς 1909).Αυστριακός νομικός και κοινωνιολόγος. Οπαδός της θετικιστικής κοινωνιολογίας του Σπένσερ, τόνισε περισσότερο τα βιολογικά και φυσιοκρατικά στοιχεία σχετικά με τη θεωρία του κράτους και του δικαίου… … Dictionary of Greek
Δαρβίνος, Κάρολος Ροβέρτος — (Charles Robert Darwin, Σρούσμπερι 1809 – Ντάουν 1882). Άγγλος φυσιοδίφης. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Κέιμπριτζ, από το 1831 έως το 1836 συμμετείχε ως φυσιοδίφης σε ένα μεγάλο ταξίδι με το πλοίο… … Dictionary of Greek
Κέλογκ, Βέρνον Λάιμαν — (Vernon Lyman Kellogg, 1867 – 1937). Αμερικανός ζωολόγος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Κάνσας, Κορνέλ, Λειψίας και Παρισιού. Το 1894 διορίστηκε καθηγητής της εντομολογίας και της βιονομίας στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, θέση την οποία διατήρησε… … Dictionary of Greek